- ἀντιτείχισμα
- ἀντιτείχ-ισμα, ατος, τό,A counter-fortification, Th.2.77, Ath.13.602d (pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αντιτείχισμα — ἀντιτείχισμα, το (Α) οχυρωματικό τείχισμα που κατασκευάστηκε εναντίον άλλου τειχίσματος … Dictionary of Greek
ἀντιτείχισμα — counter fortification neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντιτείχισμα — το τείχισμα που στηρίζεται σε άλλο για να το στηρίξει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀντιτειχίσματα — ἀντιτείχισμα counter fortification neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)